Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

по - е σύμφωνα με τον - о

  • 1 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 2 сообразно

    сообразн||о
    нареч σύμφωνα μέ, συμ-φώνως προς, ἀνάλογα:
    поступать \сообразно с законом ἐνεργώ σύμφωνα μέ τόν νόμο.

    Русско-новогреческий словарь > сообразно

  • 3 форма

    1. (внешний облик) η μορφή
    η διαμόρφωση
    το σχήμα
    2. (вид, тип) о τύπ/ος
    το είδος
    аналитическая - αναλυτικός -, βασικός -
    3. (установленный образец чего-л.
    порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα
    4. (приспособление, шаблон) το καλούπι
    η μήτρα
    вогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου
    5. лингв. η μορφή
    звательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα
    7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма

  • 4 соответствие

    соответств||ие
    с ἡ ἀντιστοιχία, ἡ συμφωνία:
    в \соответствиеии с законом σύμφωνα μέ τόν νόμο.

    Русско-новогреческий словарь > соответствие

  • 5 форма

    форм||а
    ж
    1. (внешний вид) τό σχήμα, ἡ μορφή:
    в \формае шара σέ σφαιρικό σχήμα· придавать \формау δίνω σχήμα, δίνω μορφή· принимать \формау παίρνω τό σχήμα, παίρνω τή μορφή· в письменной \формае γραπτά [-ως]·
    2. (вид, структура) ἡ μορφή:
    \форма правления ἡ μορφή διακυβέρνησης· \формаы работы οἱ μορφές ἐργασίας·
    3. тех. ὁ τύπος, ἡ φόρμα/ τό καλούπι (для отливки):
    \форма для шляп τό καλούπι (или ἡ φόρμα) καπέλλων
    4. лит., иск. ἡ μορφή, ἡ φόρμα:
    художественная \форма ἡ καλλιτεχνική μορφή · единство \формаы и содержания ἡ ἐνότητα μορφής καί περιεχομένου·
    5. (одежда) ἡ στολή:
    школьная \форма ἡ σχολική στολή· пара́дная \форма ἡ ἐπίσημη (или ἡ μεγάλη) στολή·
    6. канц. ὁ τύπος, τό σχήμα:
    по \формае σύμφωνα μέ τόν τύπο·
    7. грам. ὁ τύπος, ἡ μορφή:
    глагольные \формаы οἱ φωνές τῶν ρημάτων ◊ быть не в \формае δέν εἶμαι σέ φόρμα.

    Русско-новогреческий словарь > форма

  • 6 назначение

    ουδ.
    1. καθορισμός.
    2. διορισμός.
    3.,υπόδειξη•

    по -го врача με υπόδειξη του γιατρού.

    4. προορισμός•

    пользовать по -го χρησιμοποιώ σύμφωνα με τον προορισμό.

    εκφρ.
    место -я – τόπος προορισμού•
    для особого -я – ειδικού προορισμού.

    Большой русско-греческий словарь > назначение

  • 7 по

    по
    предлог Α. с дат. п.
    1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):
    книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·
    2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:
    гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·
    3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:
    он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'
    4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·
    5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:
    по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·
    6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:
    по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·
    7. (при указании родства, близости):
    родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν
    8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:
    по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·
    9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):
    по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:
    по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:
    по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.

    Русско-новогреческий словарь > по

  • 8 течение

    течение с το ρεύμα, το ρέμα; η πορεία (тж. перен.) по \течениею σύμφωνα με το ρεύμα; против \течениея ενάντια στο ρεύμα; ◇ с \течениеем времени με τον καιρό; в \течение... στη διάρκεια...
    * * *
    с
    το ρεύμα, το ρέμα; η πορεία (тж. перен.)

    по тече́нию — σύμφωνα με το ρεύμα

    про́тив тече́ния — ενάντια στο ρεύμα

    ••

    с тече́нием вре́мени — με τον καιρό

    в тече́ние … — στη διάρκεια…

    Русско-греческий словарь > течение

  • 9 согласно

    согласно
    1. нареч (единодушно, дружно) ὁμόφωνα, ὁμόθυμα, μον(ο)ισμένα, μέ σύμπνοια· жить \согласно ζῶ μον(ο)ιασμένα·
    2. предлог (соответственно) σύμφωνα, σομφώνως:
    \согласно закону σύμφωνα μέ τό νόμο, συμφώνως προς τόν νόμον.

    Русско-новогреческий словарь > согласно

  • 10 закон

    закон
    м в разн. знач. ὁ νόμος:
    \закон природы ὁ φυσικός νόμος· \законы общественного развития οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἀνάπτυξης· \закон тяготения физ. ὁ νόμος τῆς βαρύτητας [-ης]· чрезвычайный \закон ὁ ἐκτακτος νόμος· неписаный \закон ὁ ἄγραφος νόμος· свод \законов ὁ κῶδιξ (νόμων)· обнародовать \закон δημοσιεύω νόμο· нарушать \закон παραβαίνω τόν νόμο· именем \закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· по \закону, в силу \закона σύμφωνα μέ τό νόμο, κατά τόν νόμον вне \закона ἐκτός νόμου· ◊ сухо́й \закон ὁ νόμος ποτοαπαγόρευσης· бу́ква \закона τό γράμμα τοῦ νόμου.

    Русско-новогреческий словарь > закон

  • 11 последний

    последн||ий
    прил в разн. знач. τελευταίος, στερνός:
    в \последний раз γιά τελευταία φορά· в \последнийее время τόν τελευταίο καιρό, τελευταία, ἐσχάτως· \последнийие известия οἱ τελευταίες είδήσεις· \последнийее слово иау́ки ἡ τελευταία λέξη τής ἐπιστήμης· \последнийее желание, \последнийяя во́ля ἡ τελευταία ἐπιθυμία, ἡ στερνή θέληση· это \последнийее дело αὐτό εἶναι τό χειρότερο ἀπ· ὅλα· э́то \последнийее мое слово αὐτή εἶναι ἡ τελευταία μου κουβέντα· по \последнийей мо́де σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδα

    Русско-новогреческий словарь > последний

  • 12 правило

    пра́вил||о
    с
    1. ὁ κανόνας, ὁ κανών:
    \правилоа вну́треннего распорядка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός· \правилоа у́личного движения ὁ κανονισμός τής τροχαίας κινήσεως· грамматические \правилоа οἱ κανόνες τής γραμματικής· по всем \правилоам καθ' ὅλους τους κανόνας· по \правилоам игры σύμφωνα μέ τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ· нарушать \правило παραβιάζω (или παραβαίνω) τόν κανόνα· соблюдать \правилоа τηρώ τούς κανόνες, συμ-μορφοὔμαι μέ τούς κανόνας· нет \правилоа без исключения ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐξαιρέσεις·
    2. мат ἡ μέθοδος, ὁ κανών:
    тройное \правило ἡ μέθοδος τῶν τριῶν
    3. (принцип) ὁ κανών, ὁ κανόνας, ἡ ἀρχή:
    взять себе за \правило παίρνω ὡς κανόνα, ἔχω σάν ἄρχή.

    Русско-новогреческий словарь > правило

  • 13 подладить

    -ладу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подлаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κουρδίζω, εναρμονίζω•

    подладить скрипку под рояль κουρδίζω το βιολί σύμφωνα με το πιάνο.

    2. προσαρμόζω, ταιριάζω.
    3. κανονίζω, ρυθμίζω•

    подладить ось к телге κανονίζω τον άξονα του αμαξιού.

    1. κουρδίζομαι, εναρμονίζομαι.
    2. προσαρμόζομαι.
    3. (διαλκ.) τακτοποιούμαι, βολεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подладить

  • 14 следовать

    -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. следующий ρ.δ.
    1. με οργ. ακολουθώ, έπομαι•

    за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά.

    || μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο•

    не -ете за ними μην πάτε κοντά από αυτούς.•

    μτφ. συμμορφώνομαι•

    следовать советам врача ακούω τις συμβουλές του γιατρού•

    следовать правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό.

    || πηγαίνω σύμφωνα με•

    следовать моде ακολουθώ τη μόδα.

    2. διαδέχομαι•

    одно событие -ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο.

    || πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο•

    следовать без остановок πηγαίνω χωρίς σταθμεύσεις.

    3. είμαι οπαδός•

    следовать учению дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου.

    4. προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι•

    отсюда -ют важные выводы απ εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα.

    5. απρόσ. πρέπει, χρειάζεται•

    он поступил как -ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει•

    не -ло этого делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

    6. οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω•

    сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δουλειά σας;•

    сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω;

    Большой русско-греческий словарь > следовать

См. также в других словарях:

  • νομικό γεγονός — Σύμφωνα με το δίκαιο όλων των λαών, η παραγωγή, η τροποποίηση ή η απόσβεση των νομικών σχέσεων ή καταστάσεων ή, όπως γενικότερα λέγεται, η πραγματοποίηση νομικών αποτελεσμάτων, βρίσκονται, κατά κανόνα, σε άμεση εξάρτηση από την επέλευση ενός… …   Dictionary of Greek

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»